- τσουνάμι
- το, Νάκλ. (γεωφ.-ωκεαν.)καταστρεπτικό ωκεάνιο κύμα, που προκαλείται συνήθως από υποθαλάσσιους σεισμούς, οι οποίοι εκδηλώνονται σε βάθος τουλάχιστον 50 χιλιομέτρων κάτω από τον θαλάσσιο πυθμένα και έχουν μέγεθος μεγαλύτερο από 6,5 βαθμούς τής κλίμακας Ρίχτερ, αλλ. σεισμικό θαλάσσιο κύμα ή παλιρροϊκό κύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαπ. tsunami < ιαπ. tsu «λιμάνι» + nami «κύμα, θάλασσα»].
Dictionary of Greek. 2013.